σαραντίζω

σαραντίζω
αμετ.
1) достигать сорокалетнего возраста;

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σαραντίζω" в других словарях:

  • σαραντίζω — σαραντίζω, σαράντισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαραντίζω — Ν [σαράντα] (αμτβ.) 1. συμπληρώνω σαράντα χρόνια, σαρανταρίζω, («σαράντισε ο μεγάλος γιος του») 2. (για λεχώνα) συμπληρώνω σαράντα ημέρες από την ημέρα τού τοκετού, οπότε και παίρνω ευχή καθαρισμού από τον ιερέα 3. (για βρέφος) συμπληρώνω σαράντα …   Dictionary of Greek

  • σαραντίζω — σαράντισα 1. συμπληρώνω σαράντα μέρες: Σαράντισε το παιδί. – Δε σαράντισε ακόμη ο άντρας της, και αυτή πέταξε τα μαύρα. 2. κλείνω τα σαράντα χρόνια: Σαράντισε κι ακόμη μυαλό δεν έβαλε. 3. συμπληρώνω σαράντα μέρες από τότε που γέννησα: Η γυναίκα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαράντισμα — το, Ν [σαραντίζω] 1. το αποτέλεσμα τού σαραντίζω, η συμπλήρωση σαράντα ημερών από τοκετό ή από θάνατο 2. η τελετουργία και η ευχή καθαρισμού που δίνεται από ιερέα σε λεχώνα μετά την συμπλήρωση σαράντα ημερών από την ημέρα τού τοκετού …   Dictionary of Greek

  • σαράντιση — η, Ν [σαραντίζω] το σαράντισμα …   Dictionary of Greek

  • σαραντισμός — ο, Ν [σαραντίζω] 1. το σαράντισμα 2. φρ. «Ακολουθία σαραντισμού» σύντομη εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται μπροστά στις πύλες τού ναού σαράντα ημέρες μετά από τη γέννηση ενός βρέφους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»